- αναδημοσίευση
- [-ις (-εως)] η1) повторная публикация (в печати); 2) перепечатка (из другого органа печати)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδημοσίευση — η η επανάληψη της δημοσίευσης χωρίς αλλαγές: Παρακάλεσα να γίνει αναδημοσίευση της αγγελίας που έδωσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδημοσίευση — η η εκ νέου δημοσίευση μέσω τού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδημοσιεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αναδημοσιεύω — δημοσιεύω εκ νέου, ξαναδημοσιεύω, επανεκδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δημοσιεύω. ΠΑΡ. αναδημοσίευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
επανέκδοση — η [επανεκδίδω] 1. νέα έκδοση, ανατύπωση, αναδημοσίευση 2. επανάληψη εκδόσεως ενός εντύπου η οποία είχε διακοπεί … Dictionary of Greek
πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… … Dictionary of Greek
Σέντερμπλουμ, Ναθαν — (Sdderblom). Σουηδός κληρικός και ιστορικός των θρησκειών (Σεντερχάμν 1866 Ουψάλα 1931). Λουθηρανός ιερέας, διατέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας και της θεολογίας στην Ουψάλα από το 1901, της ιστορίας των θρησκειών στη Λιψία από το 1912 και από το… … Dictionary of Greek
ανατύπωση — η αναδημοσίευση χωρίς αλλαγές: Η ανατύπωση ενός έργου είναι σήμερα πολύ εύκολη και γίνεται πολύ γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανέκδοση — η 1. η νέα έντυπη δημοσίευση έργου, αναδημοσίευση, ανατύπωση, ξαναδημοσίευμα. 2. επανάληψη έκδοσης εντύπου (περιοδικού ή εφημερίδας) η οποία είχε διακοπεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)